κυλινδόμενος

κυλινδόμενος
κυλίνδω
roll
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταμώ — καταμῶ, άω (Α) 1. κατακόπτω, θερίζω («κατ αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κοπίς» θα τόν κατακάψει το φονικό μαχαίρι τών θεών τού κάτω κόσμου, Σοφ.) 2. μέσ. καταμῶμαι, άομαι συσσωρεύω, συναθροίζω («τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν» …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • a rolling stone gathers no moss — Cf. ERASMUS Adages III. iv. λίθος κυλινδόμενος τὸ φῦκος οὐ ποιεῖ, a rolling stone does not gather sea weed; musco lapis volutus haud obducitur, a rolling stone is not covered with moss. 1362 LANGLAND Piers Plowman A. x. 101 Selden Moseth [becomes …   Proverbs new dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”